- οψίκαρπος
- ὀψίκαρπος, -ον (Α)αυτός που καρποφορεί αργά, όψιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + καρπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψίκαρπος — fruiting late masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψικαρποτέρων — ὀψίκαρπος fruiting late fem gen comp pl ὀψίκαρπος fruiting late masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψικαρπότατα — ὀψίκαρπος fruiting late adverbial superl ὀψίκαρπος fruiting late neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψικαρπότερα — ὀψίκαρπος fruiting late neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψικάρποις — ὀψίκαρπος fruiting late masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψικάρπου — ὀψίκαρπος fruiting late masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψικάρπων — ὀψίκαρπος fruiting late masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίκαρπα — ὀψίκαρπος fruiting late neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek